- πρόδομος
- Χώρος στα σπίτια των αρχαίων, η πρώτη αίθουσα στην οποία έμπαινε ο επισκέπτης που ερχόταν από την αυλή. Oνομάζεται και προθάλαμος. Π. είχαν συνήθως τα σπίτια των Αθηναίων και Ρωμαίων που ήταν εύποροι. Ο π. αντιστοιχεί προς τον σύγχρονο διάδρομο, τον γνωστό με την αγγλική λέξη χολ.
(Ανατ.). Π. ονομάζεται τμήμα της πυλωρικής μοίρας του στομάχου, μήκους 7 εκ. Επίσης ο χώρος, του γυναικείου αιδοίου από την κλειτορίδα μέχρι την είσοδο του κολεού καθώς και τμήμα της λαρυγγικής κοιλότητας.
Πρόδομος του Σπιτιού των Αργυρών Γάμων στην Πομπηία, ενδεικτικός της ευμάρειας της εποχής. Σπίτια του είδους είχαν πολλοί Ρωμαίοι άρχοντες, κυρίως στη νότια Ιταλία.
* * *ο, ΝΜΑ, και πρόδομον, τὸ, και ως επίθ. πρόδομος, -ον, Αο πρώτος χώρος τής οικίας στον οποίο εισέρχεται κανείς, προθάλαμοςνεοελλ.χώρος που βρίσκεται εμπρός από κάποια κοιλότητα τού σώματος, όπως ο πρόδομος τού επιπλοϊκού θυλάκου στην άνω κοιλία, ο πρόδομος τού κόλπου, ο πρόδομος τού λάρυγγα κ.λπ.αρχ.1. ως επίθ. αυτός που βρίσκεται μπροστά από την οικία2. το αρσ. ως ουσ. ο κοιτώνας τών φιλοξενουμένων («ἐν προδόμῳ δόμου αὐτόθι κοιμήσαντο», Ομ. Ιλ.)β) ο πρόναος.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + δόμος «δωμάτιο, σπίτι» (πρβλ. οπισθό-δομος)].
Dictionary of Greek. 2013.